-
1 ἁρματηλάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρματηλάτης
См. также в других словарях:
φυσηλάτης — ὁ, Α αυτός που βάζει σε κίνηση τα φυσερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ἁρματ ηλάτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek