-
1 ἁρματόκτυπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρματόκτυπος
См. также в других словарях:
χαλκεόκτυπος — ον, Α (για μάχη ή πόλεμο) αυτός κατά τον οποίο ακούγεται ή παράγεται θόρυβος από τη σύγκρουση χάλκινων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἁρματό κτυπος, χιονό κτυπος] … Dictionary of Greek
λυρόκτυπος — και λυροκτύπος, ον (Α) 1. αυτός που παίζει λύρα 2. (για τη χορδή τού τόξου) αυτός που ηχεί σαν λύρα 3. (για άσμα) αυτός που παίζεται με συνοδεία λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κτύπος (πρβλ. αρματό κτυπος, ηλιό κτυπος)] … Dictionary of Greek
μεγαλόκτυπος — μεγαλόκτυπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί δυνατό κτύπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κτύπος (πρβλ. αρματό κτυπος, ηλιό κτυπος)] … Dictionary of Greek
μενέκτυπος — μενέκτυπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + κτύπος (πρβλ. αρματό κτυπος, βαρύ κτυπος)] … Dictionary of Greek