-
1 ἁρμή
ἁρμή, ἡ, Vereinigung, Qu. Sm. 11, 361; VLL.
-
2 άρμη
-
3 ἄρμη
-
4 ἁρμή
-
5 ἁρμή
-
6 άρμη
η рассол -
7 salamura
άρμη, σαλαμούρα -
8 αρμών
-
9 ἁρμῶν
-
10 αρμάν
-
11 ἁρμάν
-
12 αρμάς
-
13 ἁρμάς
-
14 αρμήν
-
15 ἁρμήν
-
16 pickle
['pikl] 1. noun1) (a vegetable or vegetables preserved in vinegar, salt water etc: Do you want some pickle(s) on your hamburger?) τουρσί2) (trouble; an unpleasant situation: She got herself into a real pickle.) μπλέξιμο2. verb(to preserve in vinegar, salt water etc: I think I will pickle these cucumbers.) διατηρώ στην άρμη -
17 ἀραρίσκω
Grammatical information: v.Meaning: `fit together, construct, equip' (Il.).Other forms: aor. 2 ἀραρεῖν, aor. 1 ἄρσαι, perf. ἄρᾱρα (intr.); aor. pass. ἤρθην; ἄρμενος `fitting, equipped', isolated med. root ptc. (Il.) with substantivized n. pl. ἄρμενα, s. v.Dialectal forms: Myc. ararowoa \/ ararwoha\/ n. pl.; araruja \/ araruia(i)\/; kakarea \/khalkāreha\/Derivatives: Many derivatives, so ἅρμα, ἁρμός, ἁρμονία, ἁρμόζω, ἁρμαλιά, ἀρτύς, ἄρθρον (s.s.vv.). From ἄραρα: ἀραρότως `well fitted' (A.). - Further ἀρθμός `union, friendship' (h. Merc. 524 u. a.). - ἁρμή `junction' (Hp.). - S. also ἀριθμός, ἀρείων, ἀρέσκω with ἀρετή, ἄρτι, ἁμαρτή, ὄαρ.Etymology: The pres. is based on the aor. ἀραρεῖν; old perfect ἄρᾱρα. Nearest cognate Arm. aorist arari `I made' (pres. ar̄nem). The root is found in other languages, e.g. Av. arǝm `fitting', Skt. r̥tá- `Order'.Page in Frisk: 1,128-129Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀραρίσκω
-
18 tuz
αλάτι, αλμύρα, άρμη
См. также в других словарях:
αρμή — ἁρμή και ἅρμη, η (Α) 1. προσαρμογή, ένωση (πρβλ. άρμα Ι) 2. η ραφή τραύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρ. ar «συνάπτω, συναρμόζω (πρβλ. αραρίσκω). Η δασύτητα της λ. ερμηνεύεται όπως και στη λ. άρμα*] … Dictionary of Greek
άρμη — και άλμη, η διάλυμα νερού με αλάτι, η σαλαμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρμη < άλμη, με φωνητική τροπή του λ προ συμφώνου στο αντίστοιχο υγρό ρ (πρβλ. ελπίδα < ερπίδα, αλμέγω > αρμέγω, αδελφός < αδερφός)] … Dictionary of Greek
άρμη — η η άλμη, η σαλαμούρα: Βάλε το τυρί στην άρμη, γιατί θα χαλάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄρμη — ἄρμα that which one takes fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμήν — ἁρμή junction fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμῶν — ἁρμή junction fem gen pl ἁρμός joint masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμη — άλμη, η και άρμη, η 1. το θαλασσινό νερό: Όλη τη μέρα τον έλουζε η άλμη της θάλασσας. 2. το λεπτό στρώμα αλατιού από την επαφή με τη θάλασσα: Ήταν θαλασσομάχος ψημένος από την άρμη. 3. διάλυμα αλατιού σε νερό για διατήρηση τροφίμων, σαλαμούρα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
αγγουραρμιά — η άρμη μέσα στην οποία συντηρούνται τα αγγουράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + άρμη] … Dictionary of Greek
αλάρμη — η αλατάρμη, άρμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας – άρμη, πρβλ. και αλατάρμη] … Dictionary of Greek
άζα — η (Α ἄζα) νεοελλ. 1. αιθάλη, καπνιά 2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί 3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη 4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.) 5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα… … Dictionary of Greek