Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἁρμονίαν

См. также в других словарях:

  • Ἁρμονίαν — Ἁρμονίᾱν , Ἁρμονίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρμονίαν — ἁρμονίᾱν , ἁρμονία means of joining fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гармония сфер — Гармония мира, 1806 г. Гармония сфер, гармония мира (греч. ἁρμονία ἐν κόσμῳ, ἡ τοῦ παντὸς ἁρμονία; лат. harmonia mundi, harmonia universitatis и др.), мировая музыка (лат …   Википедия

  • Heraclitus — Infobox Philosopher region = Western Philosophy era = Ancient philosophy color = #B0C4DE image caption = Heraclitus by Johannes Moreelse. The image depicts him as the weeping philosopher wringing his hands over the world and the obscure dressed… …   Wikipedia

  • Лад (музыка) — У этого термина существуют и другие значения, см. Лад. Лад  одно из главных понятий русской музыкальной науки, центральное понятие в учении о гармонии. Содержание 1 Определение лада 2 Принципы лада …   Википедия

  • Λοκριστί — (Α) [λοκρός] επίρρ. κατά τον τρόπο τών Λοκρών («δεῑ δὲ τήν ἁρμονίαν εἶδος ἔχειν ἤθους ἢ πάθους καθάπερ ἡ λοκριστί», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • παρέξειμι — Α [έξειμι (Ι)] 1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι») 2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.) 3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη …   Dictionary of Greek

  • υπερμιξολύδιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει συντεθεί κατά μουσικό τρόπο οξύτερο τού μιξολυδίου («ὑπερμιξολύδιον ἁρμονίαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μιξολύδιος (ἁρμονία) «ένας από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους»] …   Dictionary of Greek

  • χυμίζω — (I) Α [χυμός] μτφ. καθιστώ εύχυμο, κάνω πιο νόστιμο, πιο ευχάριστο κάτι («ἁρμονίαν ἐχύμισαν», Αριστοφ.). (II) και χοιμίζω και χιμίζω και χουμίζω Ν βλ. χυμώ …   Dictionary of Greek

  • χωνεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α [χοάνη/χώνη] 1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο 2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης νεοελλ. 1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) α) (για ξύλα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»