-
81 ἁπλουστάτης
-
82 απλουστάτοις
-
83 ἁπλουστάτοις
-
84 απλουστάτου
-
85 ἁπλουστάτου
-
86 απλουστάτους
-
87 ἁπλουστάτους
-
88 απλουστάτω
-
89 ἁπλουστάτῳ
-
90 απλουστέραις
-
91 ἁπλουστέραις
-
92 απλουστέραν
-
93 ἁπλουστέραν
-
94 απλουστέροις
-
95 ἁπλουστέροις
-
96 απλουστέρου
-
97 ἁπλουστέρου
-
98 απλουστέρους
-
99 ἁπλουστέρους
-
100 απλουστέρω
См. также в других словарях:
άπλοος — ἄπλοος, ον κ. ἄπλους, ουν (Α) 1. (για πλοία) αυτός που είναι ακατάλληλος για πλουν 2. (για τη θάλασσα) αυτή στην οποία δεν μπορεί να πλεύσει κανείς … Dictionary of Greek
ἁπλόος — twofold masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλοος — unseaworthy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλόα — ἁπλόος twofold neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic) ἁπλόᾱ , ἁπλόος twofold fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic) ἁπλόᾱ , ἁπλόος twofold fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλουστάτων — ἁπλόος twofold fem gen pl ἁπλόος twofold masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλουστάτως — ἁπλόος twofold adverbial ἁπλόος twofold masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλουστέρων — ἁπλόος twofold fem gen pl ἁπλόος twofold masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλουστέρως — ἁπλόος twofold adverbial ἁπλόος twofold masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοῦ — ἁπλόος twofold masc voc sg (attic) ἁπλόος twofold masc/neut gen sg (attic) ἁπλός masc/neut gen sg ἁ̱πλοῦ , ἁπλόω make single imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἁπλόω make single pres imperat mp 2nd sg ἁπλόω make single imperf ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοῦν — ἁπλόος twofold masc acc sg (attic) ἁπλόος twofold neut nom/voc/acc sg (attic) ἁπλόω make single pres part act masc voc sg ἁπλόω make single pres part act neut nom/voc/acc sg ἁπλόω make single pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοῦς — ἁπλόος twofold masc acc pl (attic) ἁπλόος twofold masc nom sg (attic) ἁπλόω make single pres ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)