-
1 απλουστέρου
-
2 ἁπλουστέρου
См. также в других словарях:
ἁπλουστέρου — ἁπλόος twofold masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγωγισμός — ο Φιλοσ. άποψη που υποστηρίζει ότι οι οντότητες ενός δεδομένου είδους είναι αθροίσματα ή συνδυασμοί οντοτήτων ενός απλούστερου ή βασικότερου είδους ή ότι οι εκφράσεις που καταδηλώνουν οντότητες αυτού τού είδους μπορούν να οριστούν με όρους… … Dictionary of Greek