-
1 απλουστέροις
-
2 ἁπλουστέροις
См. также в других словарях:
ἁπλουστέροις — ἁπλόος twofold masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απλουστέροις
2 ἁπλουστέροις
ἁπλουστέροις — ἁπλόος twofold masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)