1 ανιοδρυπτος
(Theocr. - v. l. к αἰνόθρυπτος)
Древнегреческо-русский словарь > ανιοδρυπτος
2 αινοδρυπτος
(Theocr. - v. l. к ἁνιόδρυπτος и αἰνόθρυπτος)
Древнегреческо-русский словарь > αινοδρυπτος
3 αινοθρυπτος
(Theocr. - v. l. ἀνιόδρυπτος)
Древнегреческо-русский словарь > αινοθρυπτος