Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰνόθρυπτος

См. также в других словарях:

  • αινόθρυπτος — αἰνόθρυπτος, ον (Α) τρυφερός, οκνηρός, αργοκίνητος, μαλθακός, τεμπέλης (για τα προβλήματα γραφής, σημασίας και ετυμολογίας τής λέξης βλ. αινόδρυπτος) …   Dictionary of Greek

  • αἰνόθρυπτε — αἰνόθρυπτος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αινόδρυπτος — αἰνόδρυπτος, ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες) αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο… …   Dictionary of Greek

  • οινόθρυπτος — οἰνόθρυπτος και δ. γρφ. αἰνόθρυπτος, ον (Α) αυτός που έχει εκθηλυνθεί ή έχει αδύνατο το σώμα από το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, κομματιάζω»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»