-
1 αινοθρυπτος
-
2 αἰνόθρυπτος
-
3 οἰνό-θρυπτος
οἰνό-θρυπτος, durch Wein verweichlicht, conj. für αἰνόϑρυπτος bei Theocr. 15, 27.
-
4 αινοδρυπτος
-
5 ανιοδρυπτος
-
6 αινόθρυπτε
-
7 αἰνόθρυπτε
См. также в других словарях:
αινόθρυπτος — αἰνόθρυπτος, ον (Α) τρυφερός, οκνηρός, αργοκίνητος, μαλθακός, τεμπέλης (για τα προβλήματα γραφής, σημασίας και ετυμολογίας τής λέξης βλ. αινόδρυπτος) … Dictionary of Greek
αἰνόθρυπτε — αἰνόθρυπτος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινόδρυπτος — αἰνόδρυπτος, ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες) αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο… … Dictionary of Greek
οινόθρυπτος — οἰνόθρυπτος και δ. γρφ. αἰνόθρυπτος, ον (Α) αυτός που έχει εκθηλυνθεί ή έχει αδύνατο το σώμα από το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, κομματιάζω»)] … Dictionary of Greek