Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁμαρτῆ

См. также в других словарях:

  • αμαρτή — ἁμαρτῇ και ἁμαρτῆ ή ἁμαρτῆ επίρρ. (Α) τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης τού επιθ. *ἅμαρτος με επιρρηματική χρήση. Με το επίθ. *ἅμαρτος συνδέεται επίσης και ο ρηματ. τ. ἀμαρτῶ. Η λ. άμαρτος θεωρείται σύνθετη… …   Dictionary of Greek

  • ἁμαρτῆ — together indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτή — ἁμαρτῆ together epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτῇ — ἁμαρτέω attend pres subj mp 2nd sg ἁμαρτέω attend pres ind mp 2nd sg ἁμαρτέω attend pres subj act 3rd sg ἁμαρτῆ together indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμάρτη — ἁ̱μάρτη , ἁμαρτέω attend imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁμαρτέω attend pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἁμαρτέω attend imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμάρτῃ — ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj mp 2nd sg ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτῆι — ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres subj mp 2nd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres ind mp 2nd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτέω attend pres subj act 3rd sg ἁμαρτῇ , ἁμαρτῆ together indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμάρτηι — ἁμάρτῃ , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj mp 2nd sg ἁμάρτῃ , ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτήδην — ἁμαρτήδην επίρρ. (Μ) αμαρτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτῇ + παραγ. κατάλ. επίρρ. δην] …   Dictionary of Greek

  • ομαρτώ — ὁμαρτῶ, έω (Α) (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ ἄμφω», Ομ. Οδ.) 2. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συμβαδίζω («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», Ομ. Ιλ.) 3. επιτίθεμαι μαζί με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῑς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»