-
101 ἁμαρτίαις
-
102 αμαρτίαισι
-
103 ἁμαρτίαισι
-
104 αμαρτίη
-
105 ἁμαρτίη
-
106 αμαρτίην
-
107 ἁμαρτίην
-
108 αμαρτίης
-
109 ἁμαρτίης
-
110 ακούσιος
-
111 απολυτρώνω
απολυτρώνω ρ. μετβ.избавлять, освобождать, спасать:ο Χριστός ήρθε στον κόσμο, για να απολυτρώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία — Христос пришел в мир, чтобы освободить людей от греха
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > απολυτρώνω
-
112 λυτρώνω
λυτρώνω ρ. μετβ.избавлять, освобождать, спасать: -
113 προπατορικός
προπατορικός, -ή, -όпраотеческий:προπατορικό αμάρτημα το — праотеческий, первородный грех, см. αμαρτία
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > προπατορικός
-
114 Αργία μήτηρ εστί κακίας
Αργία μήτηρ πάσης ( εστί) κακίας– Η αργία γεννάει κάθε αμαρτία• Безделье – мать всех пороковИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Αργία μήτηρ πάσης ( εστί) κακίας• Безделье – мать всех золИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αργία μήτηρ εστί κακίας
-
115 Αργία μήτηρ πάσης κακίας
Αργία μήτηρ πάσης ( εστί) κακίας– Η αργία γεννάει κάθε αμαρτία• Безделье – мать всех пороковИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————• Безделье – мать всех золИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αργία μήτηρ πάσης κακίας
-
116 51
51 ἀγνόημα{сущ., 1}грех по неведению, заблуждение (Евр. 9:7).Синонимы: 265 ( ἁμάρτημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία). LXX: 4870 (הגֶּשְׁמִ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 51
-
117 ἀγνόημα
51 ἀγνόημα{сущ., 1}грех по неведению, заблуждение (Евр. 9:7).Синонимы: 265 ( ἁμάρτημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία). LXX: 4870 (הגֶּשְׁמִ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀγνόημα
-
118 αγνόημα
51 ἀγνόημα{сущ., 1}грех по неведению, заблуждение (Евр. 9:7).Синонимы: 265 ( ἁμάρτημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία). LXX: 4870 (הגֶּשְׁמִ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αγνόημα
-
119 265
{сущ., 4}грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок.Синонимы: 51 ( ἀγνόημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία).Ссылки: Мк. 3:28; 4:12; Рим. 3:25; 1Кор. 6:18. LXX: 2403 (הָאָטּחַ), 5771 (ןוָֹע).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 265
-
120 ἁμάρτημα
{сущ., 4}грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок.Синонимы: 51 ( ἀγνόημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία).Ссылки: Мк. 3:28; 4:12; Рим. 3:25; 1Кор. 6:18. LXX: 2403 (הָאָטּחַ), 5771 (ןוָֹע).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἁμάρτημα
См. также в других словарях:
ἁμαρτία — ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc/acc dual ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
ἁμαρτίᾳ — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτία — η 1. η παράβαση του ηθικού ή θεϊκού νόμου: Πήγα στον πνευματικό και εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου. 2. κρίμα, άδικο: Είναι αμαρτία να χάσουμε κι αυτή την ευκαιρία. 3. φρ., «Aυτός είναι παλιά αμαρτία», για άνθρωπο που γέρασε στη διαφθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁμάρτια — ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίας — ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem acc pl ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαι — ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θἀμάρτια — ἁμάρτια , ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτια , ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαν — ἁμαρτίᾱν , ἁμαρτία a failure fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτιῶν — ἁμαρτία a failure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαις — ἁμαρτία a failure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)