-
61 ελλογεω
-
62 εξαμαρτια
-
63 επιμενω
1) оставаться (еще), медлить, выжидать(εἰ δ΄ ἐθέλεις, ἐπίμεινον Hom.; νεῶν ποίησιν τελεσθῆναι Thuc.)
ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα δύω Hom. — подожди, надену Ареевы доспехи2) ожидать, быть участью, предстоять(τίς ἄρα πότμος ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον ἄνακτα; Eur.)
3) оставаться, пребывать(ἐς αὔριον Hom.; ἐπὴ τῇ στρατιᾷ Xen.; ἡμέρας τινάς NT.)
4) оставаться без изменений, сохранятьсяἐ. ἐπιεικῶς συχνὸν χρόνον Plat. — сохраняться в течение довольно долгого времени
5) оставаться (при чем-л., твердо держаться чего-л.), упорствовать(ἐπὴ τοῦ κακουργήματος Dem.; τῇ ἁμαρτίᾳ NT.)
ἐπέμενε ἐπὴ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Plat. — он твердо и прямо держался на колеснице;ἐ. ἐπὴ τῇ ζητήσει Plat. — упорно продолжать исследование;ἐ. ταῖς σπονδαῖς Xen. — соблюдать перемирие;ἐ. τῷ μέ ἀδικεῖν Xen. — (строго) воздерживаться от несправедливостей;ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος Luc. — так как ветер не утихал6) оставаться на поверхности(τὰ μὲν ἐπιμένει, τὰ δὲ φέρεται κάτω Arst.)
-
64 ευπεριστατος
-
65 οικεω
эп. тж. οἰκείω (impf. ᾤκουν - ион. οἴκεον, aor. ᾤκησα - эп. тж. οἴκησα; pass.: pf. ᾤκημαι - эп. οἴκημαι, aor. ᾠκήθην)1) населять, обитать, жить(ὑπωρείας Ἴδης, ἐν Πλευρῶνι Hom.; τὸν χῶρον, ἐν Πίνδῳ Her.; δόμους, χθόνα Aesch.; οὐρανῷ, παρὰ κρημνοῖσι Pind.; ναοῖσι, παρὰ ὄχθον, κατὰ στέγας, ὑπὸ χθονός Eur.; перен. ἥ οἰκοῦσα ἔν τινι ἁμαρτία NT.)
γῆ οὐκ οἰκουμένη Soph. — необитаемая земля;οἰ. ἔξω τῶν κακῶν Eur. — жить без забот2) тж. med. селиться, заселять, колонизовать(τὰς πλείστας τῶν νήσων Thuc.)
οἱ τὰς νήσους οἰκημένοι Ἴωνες Her. — поселившиеся на этих островах ионийцы3) pass. быть расположенным, находиться(αἱ πόλεις νήσους οἰκέαται - ион. 3 л. pl. pf. pass. Her.)
4) управлять, руководить(πόλεις καὴ οἴκους Xen.; ὀρθῶς Plat.)
εἰς πλείους οἰ. Thuc. — править в интересах большинства - см. тж. οἰκουμένη -
66 πλεοναζω
(pf. πεπλεόναχα или πεπλεόνακα)1) быть чрезмернымὃ μήτε πλεονάζει, μήτε ἐλλείπει Arst. — (серединой называется) то, что не является ни избыточным, ни недостаточным
2) иметь в избытке, изобиловать(τινός Arst.)
3) ( об уродствах) иметь лишнее число членов(π. καὴ κολοβὰ γίγνεσθαι Arst.)
4) выступать из берегов, разливаться(πλεονάσας ὅ Νεῖλος Plut.)
5) приходить во множестве или часто6) приумножаться(ἐπλεόνασεν ἥ ἁμαρτία NT.)
7) преисполнять(τινὰ ἀγαπῇ NT.)
8) выходить за пределы разумного, предъявлять непомерные требования Dem., Isocr.9) становиться высокомерным, зазнаваться(τῇ εὐτυχίᾳ Thuc.)
10) преувеличиватьνομίζειν τι πλεονάζεσθαι Thuc. — считать что-л. преувеличенным
11) грам. вставлять ненужные слова, употреблять плеонастически12) грам. быть плеонастичным -
67 πταισμα
-
68 αξεμολό(γ)ητος
η, ο1) нерассказанный; в котором не признались;αμαρτία αξεμολό(γ)ητη — грех, в котором кто-л, не сознался;
2) неисповедавшийся -
69 αξεμολό(γ)ητος
η, ο1) нерассказанный; в котором не признались;αμαρτία αξεμολό(γ)ητη — грех, в котором кто-л, не сознался;
2) неисповедавшийся -
70 ἀγνόημα
грех по неведению, заблуждение; син. ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, παρανομία; LXX: (מִשְׂגֶּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγνόημα
-
71 ἁμάρτημα
грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок; син. ἀγνόημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, παρανομία; LXX: (חַטָּאָה), (עָוֹן).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁμάρτημα
-
72 ἀνομία
беззаконие; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, (παρανομία); LXX: (עָוֹן), (פֶּשַׂע), (תּוֹעבָה), (רשַׂע).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνομία
-
73 ἥττημα
оскудение, упадок, понижение; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, παράβασις, παρακοή, παρανομία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἥττημα
-
74 παράβασις
преступление, нарушение (закона), проступок; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παρακοή, παρανομία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παράβασις
-
75 παρακοή
непослушание; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, (παρανομία).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρακοή
-
76 παρανομία
преступление закона, беззаконие; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρανομία
-
77 ἀμάρτημα
ἡ ἀμαρτία / τὸ ἀμάρτημα, ατος погрешность, ошибка; проступок -
78 αμαρτιών
-
79 ἁμαρτιῶν
-
80 αμαρτάδα
См. также в других словарях:
ἁμαρτία — ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc/acc dual ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… … Dictionary of Greek
ἁμαρτίᾳ — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτία — η 1. η παράβαση του ηθικού ή θεϊκού νόμου: Πήγα στον πνευματικό και εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου. 2. κρίμα, άδικο: Είναι αμαρτία να χάσουμε κι αυτή την ευκαιρία. 3. φρ., «Aυτός είναι παλιά αμαρτία», για άνθρωπο που γέρασε στη διαφθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁμάρτια — ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίας — ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem acc pl ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαι — ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θἀμάρτια — ἁμάρτια , ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτια , ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαν — ἁμαρτίᾱν , ἁμαρτία a failure fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτιῶν — ἁμαρτία a failure fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτίαις — ἁμαρτία a failure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)