-
1 αμαλήν
ἀμαλόςsoft: fem acc sg (attic epic ionic)——————ἀμαλήν, ἀμαλόςsoft: fem acc sg (attic epic ionic) -
2 ἀμαλήν
Βλ. λ. αμαλήν -
3 ἁμαλήν
Βλ. λ. αμαλήν -
4 μᾱλός
μᾱλός heißt bei Theocr. ep. 1 (VI, 336) der Bock, nach Hesych. weiß, nach Anderen wollig, zottig, oder = μαλακός, wie nach Eust. auch Il. 22, 310 Einige ἄρνα μαλὴν für ἄρν' ἀμαλήν lesen wollten. Vgl. das Folgde.
-
5 ἀ-μαλός
ἀ-μαλός, ή, όν (vgl. ὁμαλός, μαλακός, mollis), att. ἁμαλός, weich, zart, VLL. ἁπαλός, ἀσϑενής; Hom. zweimal, Od. 20, 14 κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα, Iliad. 22, 310 ἄρν' ἀμαλήν, – daher schwach, γέρων Fur. Heracl. 75. Bei Sp. auch = ὁμαλός (?).
-
6 μαλός
------------------------------------A = ἀμαλός, only in ἄρνα μαλήν, a wrong division of ἄρν' ἀμαλήν, Il.22.310. [full] μαλοσόα ὁδός· ᾗ τὰ πρόβατα βαδίζει, Hsch. ( μαλόσα cod.); cf. ἱπποσόα, μηλοσόη. [full] μάλουρος, ον, and fem. [full] μάλουρις, white-tailed, Id. [full] μᾱλοφόρος, [full] μᾱλοφύλαξ, [dialect] Dor. for μηλοφ-. [full] μαλόχιον· σπαθητόν, Id.
См. также в других словарях:
ἁμαλήν — ἀμαλήν , ἀμαλός soft fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαλήν — ἀμαλός soft fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλός — I Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον … Dictionary of Greek
πτώξ — ωκός, ὁ, ἡ, και ποιητ. τ. πτάξ, ακός, Α 1. (ως επίθ. τού λαγού) αυτός που μαζεύεται από τον φόβο («ἁρπάξων ἤ ἄρν΄ ἀμαλὴν ἤ πτῶκα λαγωόν», Ομ. Ιλ.) 2. ως ουσ. ο λαγός («καὶ πτῶκας βάλλει καὶ θηρία πάντα διώκει», Θεοκρ.) 3. δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… … Dictionary of Greek