-
1 αλίσπαρτος
-
2 ἁλίσπαρτος
-
3 ἁλίσπαρτος
ἁλί-σπαρτος, mit Salz bestreut; vom Fleisch ἁλίσπαστον -
4 αλίσπαρτον
ἁλίσπαρτοςsprinkling with salt: masc /fem acc sgἁλίσπαρτοςsprinkling with salt: neut nom /voc /acc sg -
5 ἁλίσπαρτον
ἁλίσπαρτοςsprinkling with salt: masc /fem acc sgἁλίσπαρτοςsprinkling with salt: neut nom /voc /acc sg -
6 αλισπάρτου
-
7 ἁλισπάρτου
-
8 αλισπάρτους
-
9 ἁλισπάρτους
-
10 αλίσπαρτοι
-
11 ἁλίσπαρτοι
См. также в других словарях:
αλίσπαρτος — ἁλίσπαρτος, ον (AM) αυτός που είναι σπαρμένος, πασπαλισμένος με αλάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + σπαρτός < σπείρω] … Dictionary of Greek
ἁλίσπαρτος — sprinkling with salt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίσπαρτον — ἁλίσπαρτος sprinkling with salt masc/fem acc sg ἁλίσπαρτος sprinkling with salt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλισπάρτου — ἁλίσπαρτος sprinkling with salt masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλισπάρτους — ἁλίσπαρτος sprinkling with salt masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίσπαρτοι — ἁλίσπαρτος sprinkling with salt masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek