-
1 αλισπάρτου
-
2 ἁλισπάρτου
См. также в других словарях:
ἁλισπάρτου — ἁλίσπαρτος sprinkling with salt masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αλισπάρτου
2 ἁλισπάρτου
ἁλισπάρτου — ἁλίσπαρτος sprinkling with salt masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)