Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁλώδης

См. также в других словарях:

  • ἁλώδης — like salt masc/fem acc pl (attic epic doric) ἁλώδης like salt masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἁλώδης like salt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλώδης — ἁλώδης, ες (Α) ο όμοιος με αλάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + παραγ. κατάλ. –ώδης] …   Dictionary of Greek

  • ἁλῶδες — ἁλώδης like salt masc/fem voc sg ἁλώδης like salt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… …   Dictionary of Greek

  • επίπαγος — ο (Α ἐπίπαγος) [επιπήγνυμι] το στερεό ή πηχτό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, κρούστα, πέτσα («παραμένει τοῑς σώμασιν ἁλώδης ἐπίπαγος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»