-
1 χαλαρός
χαλαρός, nachgelassen, schlaff, lose; ὑποδήματα Ar. Th. 263; ἁλύσεις Thuc. 2, 76; χαλινός Xen. equ. 10, 3; ἄρϑρα, die durch Verrenkung schlaff oder lahm geworden, MMedle.; vgl. νῠν γὰρ ἐν ἄρϑροις τοῖς ἐμοῖς στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Ar. Vesp. 1494; – übertr., ἁρμονίαι χαλαραί, schlaffe Tonweisen ohne feste harmonische Verbindung der Tonsätze, Plat. Rep. III, 398 e. – Adv., χαλαρῶς ἐνήρμοσται ἡ ἐπιδορατὶς δόρατι Pol. 34, 3,5.
См. также в других словарях:
ἀλύσεις — ἄλυσις distress fem nom/voc pl (attic epic) ἄλυσις distress fem nom/acc pl (attic) ἀλύζω socket for aor subj act 2nd sg (epic) ἀλύζω socket for fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλύσεις — ἅλυσις chain fem nom/voc pl (attic epic) ἅλυσις chain fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… … Dictionary of Greek