-
1 ἁλύσεις
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁλύσεις
-
2 θραύω
См. также в других словарях:
ἀλύσεις — ἄλυσις distress fem nom/voc pl (attic epic) ἄλυσις distress fem nom/acc pl (attic) ἀλύζω socket for aor subj act 2nd sg (epic) ἀλύζω socket for fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλύσεις — ἅλυσις chain fem nom/voc pl (attic epic) ἅλυσις chain fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… … Dictionary of Greek