-
1 αλύσεις
ἄλυσιςdistress: fem nom /voc pl (attic epic)ἄλυσιςdistress: fem nom /acc pl (attic)ἀλύζωsocket for: aor subj act 2nd sg (epic)ἀλύζωsocket for: fut ind act 2nd sg——————ἅλυσιςchain: fem nom /voc pl (attic epic)ἅλυσιςchain: fem nom /acc pl (attic) -
2 ἀλύσεις
Βλ. λ. αλύσεις -
3 ἁλύσεις
Βλ. λ. αλύσεις -
4 πραγματώδης
πραγμᾰτώδης, ες,A = πραγματοειδής, laborious,αἱ ἁλύσεις πρὸς τὰ τοιαῦτα -ῶδες Aen.Tact.39.7
: [comp] Sup., Id.31.16; tedious,συγγράμματα Isoc.10.2
([comp] Comp.);οὐδέν ἐστι -ωδέστερον D.19.270
;πραγματῶδες τὸ τοῦτο παρατηρεῖν Phld.Rh.2.44
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραγματώδης
-
5 χαλαρός
A slack, loose,δέρματα Hp.Aph.5.71
; ;ἁλύσεις Th.2.76
;χαλινός X.Eq.10.3
, cf. 7.1; θῶραξ ib. 12.1; χ. κοτυληδών loose, supple joint, Ar.V. 1495 (anap.); χ.κνήμη, opp. σκληρά, X.Eq.7.6; χ. ἁρμονίαι loose, languid, effeminate music, Pl.R. 398e; χαλαρωτέραν.. ἐποίησε χορδαῖς δώδεκα (sc. τὴν μουσικήν) Pherecr.145.5; χ. πόροι relaxed, open pores, Arist.HA 514a32; τὸ χ., = χαλαρότης, Anaximen.1. Adv.- ρῶς Hp.Fract.16
; χ. ἐνηρμόσθαι, δεδέσθαι, Plb.34.3.5, Gp.5.8.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαρός
-
6 ἅλυσις
A chain,χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα Hdt.9.74
, cf. Th.2.76, etc.;ἐν ἁλύσει μιᾷ δεδεμένους D.Chr.30.17
, cf. Ep.Eph.6.20; :—as a woman's ornament, Ar.Fr.320.12, Nicostr. 33;σφραγῖδε.. ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι IG2.652B35
.2 collectively, chains, bondage, Plb.21.3.3. -
7 πέδη
πέδη, ης, ἡ (s. πεδάω; Hom. et al.; PSI 406, 24; PGM 5, 488; LXX; TestJos 8:5; MartIs 3:6 p. 112 D.; Jos., Ant. 19, 295) fetter, shackle in pl. w. ἁλύσεις (sim. Dionys. Hal. 6, 27, 2; ἅλυσις 1) Mk 5:4ab; Lk 8:29.—DELG. M-M.
См. также в других словарях:
ἀλύσεις — ἄλυσις distress fem nom/voc pl (attic epic) ἄλυσις distress fem nom/acc pl (attic) ἀλύζω socket for aor subj act 2nd sg (epic) ἀλύζω socket for fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλύσεις — ἅλυσις chain fem nom/voc pl (attic epic) ἅλυσις chain fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… … Dictionary of Greek