-
1 αλυσιδωτός
-
2 ἁλυσιδωτός
-
3 ἁλυσιδωτός
A wrought in chain fashion,ἁ. θώραξ Plb.6.23.15
(pl), D.S.5.30, etc.; opp. λινοθώραξ, στάδιος θώραξ, Str.3.3.6, Sch. A.R.3.1226.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλυσιδωτός
-
4 ἁλυσιδωτός
-ή,-όν A 2-1-0-0-1=4 Ex 28,22.29a; 1 Sm 17,5; 1 Mc 6,35wrought in chain manner, like a chain 1 Sm 17,5ἔργον ἁλυσιδωτόν chainwork Ex 28,22Cf. LE BOULLUEC 1989 287.288(Ex 28,22.29a); WEVERS 1990 455.457(Ex 28,22.29a) -
5 αλυσιδωτά
ἁλυσιδωτόςwrought in chain fashion: neut nom /voc /acc plἁλυσιδωτά̱, ἁλυσιδωτόςwrought in chain fashion: fem nom /voc /acc dualἁλυσιδωτά̱, ἁλυσιδωτόςwrought in chain fashion: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ἁλυσιδωτά
ἁλυσιδωτόςwrought in chain fashion: neut nom /voc /acc plἁλυσιδωτά̱, ἁλυσιδωτόςwrought in chain fashion: fem nom /voc /acc dualἁλυσιδωτά̱, ἁλυσιδωτόςwrought in chain fashion: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 αλυσιδωτόν
ἁλυσιδωτόςwrought in chain fashion: masc acc sgἁλυσιδωτόςwrought in chain fashion: neut nom /voc /acc sg -
8 ἁλυσιδωτόν
ἁλυσιδωτόςwrought in chain fashion: masc acc sgἁλυσιδωτόςwrought in chain fashion: neut nom /voc /acc sg -
9 αλυσιδωτοίς
-
10 ἁλυσιδωτοῖς
-
11 αλυσιδωτού
-
12 ἁλυσιδωτοῦ
-
13 αλυσιδωτοί
-
14 ἁλυσιδωτοί
-
15 αλυσιδωτούς
-
16 ἁλυσιδωτούς
-
17 αλυσιδωτάς
-
18 ἁλυσιδωτάς
-
19 αλυσιδωτή
-
20 ἁλυσιδωτή
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἁλυσιδωτός — wrought in chain fashion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυσιδωτός — ή, ό (AM ἁλυσιδωτός, ή, όν) αυτός που είναι κατασκευασμένος, πλεγμένος σε μορφή αλυσίδας νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα αλυσίδας 2. αλλεπάλληλος, συνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλυσις από θέμα ἁλυσιδ (< ἁλυσίδιον;) ή αναλογικά προς το φολιδωτός] … Dictionary of Greek
αλυσιδωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο φτιαγμένος με αλυσίδες: Στο μεσαίωνα οι ιππότες φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα. 2. αυτός που μοιάζει με αλυσίδα: Τα λάθη του ήταν αλυσιδωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁλυσιδωτά — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion neut nom/voc/acc pl ἁλυσιδωτά̱ , ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion fem nom/voc/acc dual ἁλυσιδωτά̱ , ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτόν — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc acc sg ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτοῖς — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτοί — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτοῦ — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτούς — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυσιδωτή — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλυση — η (Α άλυσις εως) η αλυσίδα αρχ. κρίκος αλυσιδωτής πανοπλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρ. *wel(u) «στρέφω, συστρέφω, κυλιώ», η οποία απαντά και στους τ. ἔλυτρον, εἰλύω, ἕλιξ, η δε δάσυνσή της δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα… … Dictionary of Greek