Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἁλυσιδωτός

См. также в других словарях:

  • ἁλυσιδωτός — wrought in chain fashion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλυσιδωτός — ή, ό (AM ἁλυσιδωτός, ή, όν) αυτός που είναι κατασκευασμένος, πλεγμένος σε μορφή αλυσίδας νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα αλυσίδας 2. αλλεπάλληλος, συνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλυσις από θέμα ἁλυσιδ (< ἁλυσίδιον;) ή αναλογικά προς το φολιδωτός] …   Dictionary of Greek

  • αλυσιδωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο φτιαγμένος με αλυσίδες: Στο μεσαίωνα οι ιππότες φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα. 2. αυτός που μοιάζει με αλυσίδα: Τα λάθη του ήταν αλυσιδωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁλυσιδωτά — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion neut nom/voc/acc pl ἁλυσιδωτά̱ , ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion fem nom/voc/acc dual ἁλυσιδωτά̱ , ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλυσιδωτόν — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc acc sg ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλυσιδωτοῖς — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλυσιδωτοί — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλυσιδωτοῦ — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλυσιδωτούς — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλυσιδωτή — ἁλυσιδωτός wrought in chain fashion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυση — η (Α άλυσις εως) η αλυσίδα αρχ. κρίκος αλυσιδωτής πανοπλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρ. *wel(u) «στρέφω, συστρέφω, κυλιώ», η οποία απαντά και στους τ. ἔλυτρον, εἰλύω, ἕλιξ, η δε δάσυνσή της δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»