-
1 αχνη
ἥ1) мякина Hom., Aesop., Plut.2) пена(ἁλός Hom.)
οἰνωπὸς ἄ. Eur. — пенящееся вино3) роса(ἄ. οὐρανία Soph.)
δακρύων ἄ. Soph. — слезы4) дым(πυρός Aesch.)
5) пыль или опилки(τῆς χαλκίτιδος Plut.)
ἄχνην Arph. — чуточку6) налет или пушок(μήλου Anth.)
-
2 αλοςαχνη
См. также в других словарях:
αλοσάχνη — η (Α ἁλοσάχνη Ν και αλισάχνη) νεοελλ. άχνη αλατιού, λεπτό στρώμα από αλάτι που παραμένει επάνω στο πρόσωπο ή στο έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού αρχ. ἁλὸς ἄχνη α) «ἀφρῶδες ἐπάνθισμα τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών) β) αφρός τής… … Dictionary of Greek