-
1 αχνη
ἥ1) мякина Hom., Aesop., Plut.2) пена(ἁλός Hom.)
οἰνωπὸς ἄ. Eur. — пенящееся вино3) роса(ἄ. οὐρανία Soph.)
δακρύων ἄ. Soph. — слезы4) дым(πυρός Aesch.)
5) пыль или опилки(τῆς χαλκίτιδος Plut.)
ἄχνην Arph. — чуточку6) налет или пушок(μήλου Anth.)
-
2 κατατρωγω
(fut. κατατρώξομαι, aor. 2 κατέτραγον) съедать, поедать(τὰς ἰσχάδας Arph.; τὸ ἀνάρρινον Arst.; μήλου κυδωνίου Plut.)
-
3 συγκατατρωγω
-
4 καρδιά
καρδία η1) сердце (тж. перен.); душа;δουλεύω με όλη μου την καρδιά — вкладывать всю душу в дело;
ανοίγω την καρδιά μου σε κάποιον — открыть своё сердце, излить душу кому-л.;
μου σφίγγεται ( — или σφίγγει, πονεί) η καρδιά — щемит сердце;
ραγίζει η καρδιά μου — сердце моё разрывается;
μου ματώνει η καρδιά — сердце моё обливается кровью;
έχω βάρος στην καρδιά μου — у меня тяжело на сердце;
μίλησε στην καρδιά μας — он нас очень растрогал;
με βαρεία καρδιά — с тяжёлым сердцем;
με ανοιχτή καρδιά — с открытым сердцем, душой;
μιλώ με ανοιχτή καρδιά — говорить от души, искренне;
2) середина, центр;στην καρδ της Αφρικής — в глубине, в центре Африки;
3) сердцевина;η καρδιά τού μήλου (τού καρπουζιού) — сердцевина яблока (арбуза) 4) смелость, отвага;
τό λέει η καρδιά του — он храбрый;
δεν το λέει η καρδιά του — он трус;
έχω καρδιά — быть смелым, отважным;
κάνω καρδιά — а) осмеливаться, набираться смелости; — б) набираться терпения;
δεν έχω καρδιά — быть трусливым, робким;
5) перен. середина, наивысшая точка (чего-л.);στην καρδιά τού χειμώνα — в середине зимы, в разгаре зимы;
§ καθαρή (μεγάλη, καλή) καρδιά — чистое (большое, доброе) сердце;
μαύρη ( — или κακή) καρδιά — а) недоброе, злое сердце; — б) злой, вредный человек;
καρδιά πέτρα — или πέτρινη καρδιά — каменное сердце, чёрствый, жестокий человек;
άνθρωπος χωρίς καρδ — бессердечный человек;
πονετική καρδιά — сострадательный, участливый человек;
λόγια της καρδιας — искренние слова;
ελαφρά τη καρδία — с лёгким сердцем, с чистой совестью;
κάμνω κάη χωρίς καρδιά — делать что-л, неохотно, без души;
τον έχω στην καρδιά μου — я его очень люблю;
μούκανε την καρδιά — он исполнил моё желание;
άνοιξε η καρδιά μου — я очень обрадовался;
μούκανε την καρδιά μου περιβόλι — а) он меня порадовал; — б) ирон. ничего себе, порадовал он меня!;
χάλασε η καρδιά μου — я был огорчён, у меня испортилось настроение;
ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της — я пришёл в себя, оправился от страха;
τό τραβάει η καρδιά μου (σου, του κ.λ.π.) — меня (тебя, его и т. д.) тянет (к чему-л.); — душа просит (чего-л.);
δεν το βαστά η καρδιά μου — а) я этого терпеть не могу; — б) сердце моё этого не выдерживает;
ανακατώνεται η καρδιά μου — меня тошнит;
έχω καρδιά αγκινάρα — флиртовать направо и налево (о женщине);
θα σού φάω την καρδιά — я тебя убью;
με όλη μου την καρδιά — или από καρδίας — или εξ όλης καρδίας — или εκ μέσης καρδίας — от всего сердца, от всей души;
με καθαρή καρδιά — чистосердечно;
με το χέρι στην καρδιά — откровенно, положа руку на сердце;
βαστά καρδιά μου! — мужайся!
См. также в других словарях:
Μήλου — Μῆλος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλου — μῆλον 1 sheep neut gen sg μῆλον 2 apple neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήλου, δήμος — Δήμος (4.771 κάτ.) του νομού Κυκλάδων, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αδάμαντος, Πέραν Τριοβασάλου, Τριοβασάλου και Τρυπητής οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μήλου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μήλου στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, στην Πλάκα της Μήλου. Η συλλογή του, που εγκαινιάστηκε το 1985, περιλαμβάνει αρχαιότητες που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Στο … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Μήλου — Το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Μήλου στεγάζεται στον ένα από τους δύο παλαιότερους ναούς του νησιού, στην εν λειτουργία εκκλησία της Αγίας Τριάδας, που βρίσκεται πολύ κοντά στην παραλία του Αδάμαντα. Αυτό το πολύ ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό μνημείο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Μεταλλευτικό Μήλου — Στη Μήλο, το όμορφο νησί των Κυκλάδων, σε ένα νεόδμητο λιτό κτίριο στον Αδάμαντα, λειτουργεί από το 1998 ένα μικρό μουσείο που παρουσιάζει την πλούσια μεταλλευτική και γεωλογική ιστορία του νησιού και τη συμβολή τους στην οικονομία του. Χτίστηκε… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
Ζεφυρία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 224 κάτ.) της Μήλου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του όρμου της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek