Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἁλκ

См. также в других словарях:

  • АЛК- — •Άλκ , см. Ale …   Реальный словарь классических древностей

  • ενεγκείν — ἐνεγκεῑν (Α) απρμφ. αόρ. τού φέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα *enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή *enok (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν ήνοχ α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα *enk, που… …   Dictionary of Greek

  • Ēlend (1), das — 1. Das Ēlend, oder Ēlendthier, des es, plur. die e, ein zweyhufiges vierfüßiges Thier, mit einem breiten, flach gedruckten schaufeligen Geweihe, welches dicker und stärker als ein Hirsch ist, sehr schnell laufen kann, und in den nordischen… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… …   Dictionary of Greek

  • ORPHEUS — ut sensit Myrleanus Asclepiades, Apollinis et Calliopes, unius Musarum, fil. fuit. Virg. in Pollione: Non me carminibus vincet nec Thracius Orpheus, Nec Linus; huic mater quamvis, atque huic pater adsit, Orphei Calliopea, Lino formosus Apollo.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αίπος — αἶπος, το (Α) 1. ύψωμα, γκρεμός 2. δύσκολο, επίμοχθο έργο, «βουνό» (πρβλ. τη μεταφορ. φράση «πρὸς αἶπος ἔρχεται» Ευριπ. Άλκ. 500) 3. κούραση, κάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἶπος μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Ιπποκράτη, δηλ. πολύ αργότερα από το… …   Dictionary of Greek

  • ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη …   Dictionary of Greek

  • αλκάζω — ἀλκάζω (Α) 1. κατά τους λεξικογράφους, πολεμώ με γενναιότητα 2. (μέσ. ἀλκάζομαι) αμύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε*, ἀλκί, ἀλκαθεῖν. ΠΑΡ. αρχ. ἄλκασμα] …   Dictionary of Greek

  • αλκί — ἀλκί (Α) ποιητικός τύπος δοτικής τού αλκή κατά μεταπλασμό «ἀλκὶ πεποιθώς», Ομ. Ε 299 έχοντας πεποίθηση στη δύναμή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα ἀλκ (βλ. και ἄλαλκε). ΠΑΡ. ἀλκή] …   Dictionary of Greek

  • αλκαθείν — ἀλκαθεῑν (Α) βοηθώ, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Απαρέμφατο αορίστου τού άχρηστου ενεστωτικού τ. ἀλκάθω, πρβλ. και τ. ἀμυνάθω ἀμύνω. Η λ. είναι ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία αυνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκάζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»