-
1 ἁλι-πόρος
ἁλι-πόρος, durchs Meer gehend, Luc. Tragodop. 14.
-
2 ἁλι-τενής
ἁλι-τενής, ές, sich an's Meer oder am Meere hin erstreckend, πέτρα Diod. 3, 44; dah. flach, seicht, bes. von Untiefen, Pol. 4, 39, 3; ϑάλασσα App. B. Civ. 2, 84; πόρος Diod. S. 4, 18; ναῠς, ein flaches Schiff, neben ταπεινός Plut. Them. 14. Bei Cic. Att. 14, 13 ambulatio, Spaziergang in der Ebene, dem Bergspaziergang entgegengesetzt.
-
3 ἁλιπόρος
См. также в других словарях:
κελευθοπόρος — κελευθοπόρος, ὁ (Α) επιγρ. οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + πόρος (< πόρος «οδός, πέρασμα, θάλασσα»), πρβλ. αλι πόρος, οδοι πόρος] … Dictionary of Greek
αλιπόρος — ἁλιπόρος, ον (Α) αυτός μέσα από τον οποίο ρέει η θάλασσα ή που διαπερνά τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πόρος < πείρω «διαπερνώ, διασχίζω»] … Dictionary of Greek