-
1 ἁλι-κρείων
ἁλι-κρείων, οντος, ὁ, dasselbe, Eust.
-
2 ἁλι-κράτωρ
ἁλι-κράτωρ, = - κρείων, Meerbeherrscher, sp. D.
-
3 ἁλικράτωρ
ἁλι-κράτωρ, ἁλι-κρείων, Meerbeherrscher -
4 ἁλικρείων
ἁλι-κράτωρ, ἁλι-κρείων, Meerbeherrscher
См. также в других словарях:
αλικρείων — ἁλικρείων ( οντος), ο (Μ) ο αλικράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κρείων «κυβερνήτης, κύριος»] … Dictionary of Greek