-
1 ἁλι-κράτωρ
ἁλι-κράτωρ, = - κρείων, Meerbeherrscher, sp. D.
-
2 ἁλικράτωρ
ἁλι-κράτωρ, ἁλι-κρείων, Meerbeherrscher -
3 ἁλικρείων
ἁλι-κράτωρ, ἁλι-κρείων, Meerbeherrscher
См. также в других словарях:
αλικράτωρ — ἁλικράτωρ ( ορος), ο (Μ) κύριος, άρχοντας τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + κράτωρ, (παράλληλος τ. τού τέρματος κρατὴς < κράτος < κρατῶ)] … Dictionary of Greek