-
1 ἁλι-ειδής
-
2 ἁλιειδής
ἁλι-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλιειδής
-
3 ἁλιειδής
См. также в других словарях:
αλιειδής — ἁλιειδής, ὲς (Α) ο όμοιος με τη θάλασσα κατά το χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ειδὴς < εἶδος] … Dictionary of Greek