-
1 ἁλι-γείτων
ἁλι-γείτων, ονος, Meernachbar, H. Ep. 4, 6; ὅρμος Nonn. D. 42, 17.
-
2 ἁλιγείτων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλιγείτων
-
3 ἁλιγείτων
-
4 αλιγειτων
См. также в других словарях:
αλιγείτων — ἁλιγείτων, ονος (Α) γειτονικός προς τη θάλασσα, παραθαλάσσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + γείτων νος] … Dictionary of Greek