-
1 αλιγειτων
См. также в других словарях:
αλιγείτων — ἁλιγείτων, ονος (Α) γειτονικός προς τη θάλασσα, παραθαλάσσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + γείτων νος] … Dictionary of Greek
1 αλιγειτων
αλιγείτων — ἁλιγείτων, ονος (Α) γειτονικός προς τη θάλασσα, παραθαλάσσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + γείτων νος] … Dictionary of Greek