-
1 ἡλιακός
A of the sun, solar, Zeno Stoic.1.34; φάντασμα, εἴδωλον, Demetr.Lac.Herc.1013.17; κύκλος ἡ the sun's orbit, the ecliptic (v. ἐκλειπτικός), D.S.1.98; ἡ. (sc. κύκλος), ὁ, Cleom. 1.4, etc.; φῶς ἡ. Ph.2.254, al.; ἔκλειψις ἡ. D.L.1.23;ἐνιαυτός Gem. 8.47
, Placit.2.32.3; ἔτος, στέφανος ἁ., at Rhodes, Com.Adesp.336.4,6; κάνθαρος ἡ. dung-beetle (v. ἡλιοκάνθαρος), PMag.Par.1.751; τροχίσκος ἡ. (magical remedy), Nech. ap. Harp.Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).135; ἡλιακή (sc. περίοδος), ἡ, solar year, Plu.Caes.59. Adv.- κῶς Procl.in Prm.p.631S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιακός
См. также в других словарях:
ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… … Dictionary of Greek