Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἁλιεύς

См. также в других словарях:

  • ἁλιεύς — one who has to do with the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιεύς — ( έως), ο (Α ἁλιεύς) 1. αυτός που αλιεύει ψάρια, σπόγγους, κοράλλια κ.λπ., ο ψαράς 2. αυτός που με ζέση επιζητεί, επιδιώκει, συλλέγει κάτι αρχ. 1. θαλασσινός, ναυτικός, ναύτης 2. ως επίθ. θαλάσσιος, ναυτικός 3. είδος ψαριού, το είδος Lophius… …   Dictionary of Greek

  • Αλιεύς ή Αλιέας — Μυθικός ήρωας των Φοινίκων, ο οποίος κατά την παράδοση επινόησε την αλιευτική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • ἁλιῆ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc nom/voc/acc dual ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιεῦ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιοῖν — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιᾶ — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιᾶς — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιῆα — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιῆας — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλιῆες — ἁλιεύς one who has to do with the sea masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»