Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἁθρόα+πάντα

  • 1 αθροος

        стяж. ἄθρους, атт. тж. ἁθρόος, стяж. ἅθρους 3
        1) собранный вместе, совокупный, совместный, всеобщий
        

    ἀθρόοι ἴομεν Hom. — пойдем все вместе;

        οὐκ ἀθρόοι, ἀλλ΄ ἄλλοι ἄλλοθεν Xen. — не сомкнутым строем, а кто куда;
        οἱ ἀθρούστατοι (πολέμιοι) Plut. — самая гуща неприятельских войск;
        ἀθρόα πάντα Hom. — все вместе (сразу);
        ἀθρόα πόλις Thuc. — весь город в целом;
        κῶμαι ἀθρόαι Xen. — селения, расположенные кучно (на близком друг к другу расстоянии);
        ἀθρόους τινὰς κρίνειν Plat.судить кого-л. вместе (огулом);
        ἀθρόῳ στόματι Eur. — единогласно;
        οὐ μανθάνειν ἀθρόον λεγόμενον Plat. — не понимать общего смысла;
        ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν Pind. — в течение трех ночей подряд;
        ὕλη καύσιμος ἀθρόα Plat. — весь запас древесного топлива;
        λῖς ἀ. ἆλτο Theocr. — лев вскочил одним прыжком;
        κατήριπε ἐς ὕδωρ ἀ. Theocr.он мгновенно погрузился в воду

        2) непрерывный, сплошной, обильный
        

    (κακότης Pind.; δάκρυ Eur.; πνεῦμα Arst.)

        ἀ. καὴ πολὺς λόγος Plat.пространная и непрерывная речь

    Древнегреческо-русский словарь > αθροος

См. также в других словарях:

  • σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»