-
1 θροος
атт. стяж. θροῦς ὅ1) крик, голос2) звук, звучание(ὕμνων Pind.; αὐλῶν Plut.)
3) ропот(θ. διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.)
τὸν θροῦν αἰσθόμενοι Thuc. — услышав об этом ропоте4) слух(θροῦς τις διῆλθε Xen., Plut.)
-
2 αθροος
стяж. ἄθρους, атт. тж. ἁθρόος, стяж. ἅθρους 31) собранный вместе, совокупный, совместный, всеобщийἀθρόοι ἴομεν Hom. — пойдем все вместе;
οὐκ ἀθρόοι, ἀλλ΄ ἄλλοι ἄλλοθεν Xen. — не сомкнутым строем, а кто куда;οἱ ἀθρούστατοι (πολέμιοι) Plut. — самая гуща неприятельских войск;ἀθρόα πάντα Hom. — все вместе (сразу);ἀθρόα πόλις Thuc. — весь город в целом;κῶμαι ἀθρόαι Xen. — селения, расположенные кучно (на близком друг к другу расстоянии);ἀθρόους τινὰς κρίνειν Plat. — судить кого-л. вместе (огулом);ἀθρόῳ στόματι Eur. — единогласно;οὐ μανθάνειν ἀθρόον λεγόμενον Plat. — не понимать общего смысла;ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν Pind. — в течение трех ночей подряд;ὕλη καύσιμος ἀθρόα Plat. — весь запас древесного топлива;λῖς ἀ. ἆλτο Theocr. — лев вскочил одним прыжком;κατήριπε ἐς ὕδωρ ἀ. Theocr. — он мгновенно погрузился в воду2) непрерывный, сплошной, обильный(κακότης Pind.; δάκρυ Eur.; πνεῦμα Arst.)
ἀ. καὴ πολὺς λόγος Plat. — пространная и непрерывная речь -
3 αλλοθροος
стяж. ἀλλόθρους 2чужеязычный, т.е. иноземный, чужой(ἄνθρωποι Hom.; πόλις Aesch.; στρατός Her.)
ἀ. γνώμη Soph. — совет незнакомца -
4 γηρυς
- υος ἥ1) звук, голос(οὐχ ὁμὸς θρόος οὐδ΄ ἴα γ. Hom.; στονόεσσα Soph.; Ὀρφεία Eur.; θεοῦ Plut.)
2) речь(γ. οὐχ Ἑλληνική Eur.)
-
5 δημοθροος
стяж. δημόθρους 21) провозглашаемый всем народом, единодушный(ἀραί, φήμη Aesch.)
2) всенародный(ἀναρχία Aesch.)
-
6 δυσθροος
-
7 ευθροος
-
8 ηδυθροος
-
9 κακοθροος
-
10 μελιθροος
-
11 μιξοθροος
-
12 οιωνοθροος
-
13 ομος
31) один и тот же, одинаковый, равный(γένος, αἷσα, θρόος, ὀϊζύς Hom.)
2) общий, один(σορός, λέχος Hom.)
3) (все)общий, взаимный(νεῖκος Hom.)
4) согласный, единодушный(ὁμὰ φρονεῖν Hes.)
-
14 οξυθροος
-
15 ποικιλοθροος
-
16 πολυθροος
-
17 συνθροος
См. также в других словарях:
θρόος — θρόος, ὁ (Α) βλ. θρους … Dictionary of Greek
θρόος — noise masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θροῦς — θρόος noise masc acc pl (attic) θρόος noise masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόον — θρόος noise masc acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόου — θρόος noise masc gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκόθροος — ον, και συνηρ. τ. χαλκόθρους, ουν, ΜΑ χαλκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + θροος / θρους (< θρόος / θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. κακό θροος / θρους, οἰωνό θροος] … Dictionary of Greek
μελίθροος — μελίθροος, ον και μελίθρους, ουν (Α) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύ θροος, οιωνό θροος] … Dictionary of Greek
μιξόθροος — μιξόθροος, ον (Α) αναμεμιγμένος με βοή, με φωνές («λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θροος (αττ. τ. τού θροῦς + θρέομαι «φωνάζω»), πρβλ. λιπό θροος] … Dictionary of Greek
πολύθρους — ουν και πολύθροος, οον, Α πολυθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό θρους/ποικιλό θροος] … Dictionary of Greek
τηλύθροος — και τηλέθροος, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀξύφωνος, μεγαλόφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε τηλέθροος (< τηλ[ε] * + θροος [< θροῦς «θόρυβος»]), πρβλ. κακό θροος] … Dictionary of Greek
όθροον — ὄθροον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόφωνον, σύμφωνον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ * (Ι) + θροος (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. ετερό θροος] … Dictionary of Greek