-
1 αγιζω
освящать, посвящать(θεῷ τι Pind., Soph.)
-
2 εναγιζω
(тж. ἐ. τι Plut.) совершать жертвоприношение (теням усопших)(τῷ μὲν ἀθανάτῳ θύειν, τῷ δ΄ ἥρωϊ ἐ. Her.; φθαρτοῖς καὴ ἥρωσιν ἐ., ἀλλὰ μέ θύειν ὡς θεοῖς Plut.; τινί Arst., Isae.)
-
3 εξαγιζω
-
4 καθαγιζω
ион. κατᾰγίζω1) культ. совершать приношение, торжественно приносить в дар(πυρούς τινι Arph.; πάντα τοῦ ταύρου τὰ μέλη Plat.)
2) сжигать в виде жертвы(θυμιήματα Her.; κακούργους Diod.)
3) предавать огню, сжигать(τὸν καρπόν Her.; τὸ σῶμά τινος Plut.)
4) хоронить, погребатьὅσων σπαράγματα ἢ κύνες καθήγισαν, ἢ θῆρες Soph. — чьи растерзанные останки погребли (в себе, т.е. пожрали) псы или дикие звери
См. также в других словарях:
ἁγίζω — hallow pres subj act 1st sg ἁγίζω hallow pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγίζω — ἁγίζω (Α) 1. καθαγιάζω, εξαγνίζω (κυρίως προσφέροντας θυσία) 2. μεσ. αντί ἅζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη ρίζα τών λέξεων ἄγος, ἐναγής, αλλά συνδέθηκε με το ἅγιος και δασύνθηκε. ΠΑΡ. αρχ. ἁγιστύς, ἁγιστεύω] … Dictionary of Greek
ἁγιζομένων — ἁγίζω hallow pres part mp fem gen pl ἁγίζω hallow pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγίζει — ἁγίζω hallow pres ind mp 2nd sg ἁγίζω hallow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγίζουσιν — ἁγίζω hallow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁγίζω hallow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγίσαι — ἁγίζω hallow aor inf act ἁγίσαῑ , ἁγίζω hallow aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιζόμενοι — ἁγίζω hallow pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγισθέντες — ἁγίζω hallow aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγισθέντος — ἁγίζω hallow aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγισθέντων — ἁγίζω hallow aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγίζειν — ἁγίζω hallow pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)