-
1 εξαγιζω
См. также в других словарях:
εξαγίζω — ἐξαγίζω (Α) απομακρύνω κάποιον ως ακάθαρτο, καταραμένο, μιαρό («ἐξαγισθέντας δόμων ἄνδρας», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ἐξαγισθέντας — ἐξαγίζω drive out as accursed aor part pass masc acc pl ἐξαγίζω drive out as accursed aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)