-
1 αγιοσύνη
-
2 ἁγιοσύνη
ἁγιοσύνη, ἡ, die Heiligkeit, Sp.
-
3 ἁγιοσύνη
-
4 αγιοσύνη
[агьёсини] ουσ θ святость. -
5 ἁγιωσύνη
ἁγιωσύνη, ης, ἡ (also ἁγιοσύνη) holiness (Herodian. Gr. I 335; 18; schol. [Plato] Axioch. 371d; LXX Ps and 2 Macc 3:12; Pel.-Leg. p. 10, 2; AcThom 58; 97; 104 al. [Aa II/2, 175, 15; 210, 10; 217, 5] Byz. honorary title Preis. III 183; PMeyer 24, 2) of Christ κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης (πνεῦμα ἅγιον as TestLevi 18:11; cp. 1QS 4:21; 9:3), intensified πνεῦμα ἅγιον (opp. κατὰ σάρκα [Semitic idiom, BSchneider, Biblica 48, ’67, 380]) Ro 1:4. Of Christians ἐπιτελεῖν ἁγιωσύνην to perfect holiness=become perfectly holy 2 Cor 7:1. ἐν ἁγιωσύνη in holiness (AcThom 85; 86 [Aa II/2, 201, 14f; 202, 6]) 1 Th 3:13.—DELG s.v. ἅζομαι §2. M-M. s. ἁγιότηϚ. TW.
См. также в других словарях:
αγιοσύνη — η (AM ἁγιωσύνη) 1. αγιότητα, ιερότητα 2. (ως προσφώνηση αρχιερέως και ιερέως) «η αγιοσύνη σου». μσν. η αγνότητα (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την αγιοσύνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + παραγ. κατάλ. σύνη] … Dictionary of Greek
αγιοσύνη — η αγιότητα· συνηθίζεται σε προσαγορεύσεις προς ιερείς ή επισκόπους: Η αγιοσύνη σου μπορεί να ησυχάσει τα πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοντροσύνη — η, Ν 1. η ιδιότητα τού χοντρού 2. μτφ. βαναυσότητα, χυδαιότητα 3. παροιμ. φρ. «η πολλή χοντροσύνη δεν κάνει αγιοσύνη» δηλώνει ότι η υποδούλωση στις γαστριμαργικές ορέξεις δεν οδηγεί στην αγιοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. σύνη*] … Dictionary of Greek
αγιωσύνη — ἁγιωσύνη, η (Α) βλ. αγιοσύνη … Dictionary of Greek
αγιότητα — η (Α ἁγιότης) [ἅγιος] 1. αγιοσύνη, αγνότητα, ευλάβεια 2. προσαγόρευση εκκλησιαστικών αξιωματούχων, ιδιαίτερα επισκόπων («όπως είπε η αγιότητά σας...») … Dictionary of Greek
ιερότητα — και ιερότη, ἡ (Μ ἱερότης) [ιερός] η ιδιότητα τού ιερού, αγιότητα, αγιοσύνη, οσιότητα νεοελλ. το να είναι κάτι ιερό, σεπτό και απαραβίαστο (α. «η ιερότητα τού όρκου» β. «η ιερότητα τής μητρικής στοργής») μσν. προσωνυμία ή προσφώνηση προς… … Dictionary of Greek
παναγιστία — και παναγιστεία, ἡ (ΑΜ) (κατά τον Ησύχ.) «παντελής ἁγιότης» μσν. τιμητικό επίθετο τού πατριάρχη, παναγιότητα («τῇ ὑμετέρᾳ παναγιστίᾳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἁγιστεία «αγιοσύνη» (< ἁγιστεύω)] … Dictionary of Greek
σεβασμιότητα — η / σεβασμιότης, ητος, ΝΜΑ [σεβάσμιος] 1. η ιδιότητα τού σεβάσμιου 2. ιερότητα, αγιοσύνη νεοελλ. μσν. (στον λόγιο τ. σεβασμιότης) τίτλος και προσφώνηση επισκόπου («η Αυτού Σεβασμιότης ο Μητροπολίτης Κορινθίας») … Dictionary of Greek
αγιότητα — η αγιοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)