Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-ήθης

См. также в других словарях:

  • ευήθης — εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες) υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός μσν. αρχ. 1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο… …   Dictionary of Greek

  • κακήθης — κακήθης, ες (Α) κακοήθης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηθης (< ἦθος), πρβλ. καλο ήθης, χρηστο ήθης] …   Dictionary of Greek

  • κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… …   Dictionary of Greek

  • καλοήθης — όηθες (AM καλοήθης) αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, αγαθός, ενάρετος, ηθικός ||νεοελλ. ιατρ. (για νόσημα, όγκο κ.λπ.) αυτός που παρουσιάζει ήπια μορφή, μη θανατηφόρος, ακίνδυνος, ευκολοθεράπευτος («καλοήθης όγκος») μσν. 1. αυτός που έχει λεπτά,… …   Dictionary of Greek

  • λατινοήθης — λατινοήθης, ες (Μ) αυτός που ακολουθεί τα ήθη, τις συνήθειες τών Λατίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λατῖνος + ήθης (< ἦθος), πρβλ. κακο ήθης, χρηστο ήθης] …   Dictionary of Greek

  • πολυήθης — ύηθες, Μ 1. αυτός που αλλάζει συνεχώς χαρακτηριστικά 2. αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, ιδέες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηθής (< ἦθος, τὸ «συνήθεια, χαρακτήρας»), πρβλ. ευ ήθης, κακο ήθης] …   Dictionary of Greek

  • μητροήθης — μητροήθης, ες (Μ) αυτός που έχει το ήθος ή τον χαρακτήρα τής μητέρας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ήθης (< ήθος), πρβλ. γυναικο ήθης] …   Dictionary of Greek

  • ομήθης — ὁμήθης, ες (Α) 1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον άλλο 2. (για τόπο) ο συνήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἦθος (πρβλ. ευ ήθης, κακο ήθης)] …   Dictionary of Greek

  • ομοήθης — ὁμοήθης, ες (ΑΜ, Α και ὁμήθης, ες) αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο ήθης] …   Dictionary of Greek

  • σεμνοήθης — όηθες, Μ αυτός που έχει σοβαρό χαρακτήρα, καλούς τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + ήθης (< ἦθος), πρβλ. ευ ήθης] …   Dictionary of Greek

  • συνήθης — σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α (για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται κατά συνήθεια, συνηθισμένος νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται κατά κανόνα («η συνήθης θερμοκρασία αυτής τής εποχής») 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»