-
1 ἀ-παρ-εν-όχλητος
ἀ-παρ-εν-όχλητος, unbelästigt, ungestört, Plut. consol. ad Apoll. p. 359.
-
2 ἀ-όχλητος
ἀ-όχλητος, nicht belästigt, ungestört, διαγωγή D. Hal. 1, 8; τὸ τῆς σαρκὸς ἀόχλητον, die behagliche Ruhe des Körpers, eine Hauptbedingung der εὐδαιμονία bei den Epikuräern, Luc. Parasit. 11; Alciphr. 3, 35. – Adv. ἀοχλήτως, Hippocr.
-
3 ἀν-εν-όχλητος
ἀν-εν-όχλητος, nicht beunruhigt, Heliod.
-
4 ἀνενόχλητος
-
5 ἀόχλητος
ἀ-όχλητος, nicht belästigt, ungestört; τὸ τῆς σαρκὸς ἀόχλητον, die behagliche Ruhe des Körpers, eine Hauptbedingung der εὐδαιμονία bei den Epikuräern -
6 ἀπαρενόχλητος
ἀ-παρ-εν-όχλητος, unbelästigt, ungestört
См. также в других словарях:
οχλητικός — ὀχλητικός, ή, όν (Α) οχλικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλῶ μέσω αμάρτυρου *ὀχλητός που μαρτυρείται στα σύνθ. σε όχλητος (πρβλ. α όχλητος, ανεν όχλητος)] … Dictionary of Greek
πολυόχλητος — ον, Α πολύ ταραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + όχλητος (< ὀχλῶ «κινώ, ενοχλώ»), πρβλ. ανεν όχλητος] … Dictionary of Greek