-
1 ἀ-όχλητος
ἀ-όχλητος, nicht belästigt, ungestört, διαγωγή D. Hal. 1, 8; τὸ τῆς σαρκὸς ἀόχλητον, die behagliche Ruhe des Körpers, eine Hauptbedingung der εὐδαιμονία bei den Epikuräern, Luc. Parasit. 11; Alciphr. 3, 35. – Adv. ἀοχλήτως, Hippocr.
См. также в других словарях:
ἀοχλήτως — ἀόχλητος undisturbed adverbial ἀόχλητος undisturbed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИЕРОНИМ РОДОССКИЙ — ИЕРОНИМ РОДОССКИЙ (Ἱερώνυμος ὁ Ῥόδιος) (ок. 290 230 до н. э.), представитель Перипатетической школы эллинистического периода. В своих сочинениях, отличавшихся риторической отточенностью стиля, И. отдавал приоритет популярной этике, писал… … Античная философия
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek