-
1 πολυ-τειρής
πολυ-τειρής, ές, sehr ermüdend, Qu. Sm. 4, 120.
-
2 πολυ-τειρής [2]
πολυ-τειρής, ές, sternreich, Arat. 604 ( τέρας).
-
3 ἀ-τειρής
ἀ-τειρής, ές, nicht aufzureiben, unverwüstlich, fest, κραδίη πέλεκυς ὥς Il. 3, 60; von Kämpfern, neben ἀκμῆτες 15, 697; ἀτειρὴς μένος Od. 11, 270; φωνή, nicht ermattende Stimme, Il. 13, 45; Pind. ἀγαϑόν, dauerhaft, Ol. 2, 36; sp. D., ἐν πόνοις Anacr. 55, 1; unbezwinglich, Ἄρηϊ Orph. Arg. 827; οἴνῳ Strat. 17 (XII, 175); lieblos, hart, ἐν μύϑοισιν Theocr. 23, 6; ἐπουράνιοι, ewige, Qu. Sm. 7, 687. Als v. l. Plat. Crat. 395 b.
-
4 πολυτειρής
A wearying much, Q.S.4.120,5.314.-------------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτειρής
-
5 πολυτειρής
-
6 ατειρης
21) несокрушимый, твердый, прочный(χαλκός Hom.; ἀγαθόν Pind.)
2) непреклонный, упорный(κραδίη Hom.)
3) неслабеющий, мощный(φωνή Hom.)
ἀ. οἴνῳ Anth. — не пьянеющий4) неукротимый(μένος Hom.)
5) суровый, жестокий(ἐν μύθοισι καὴ ἐν προσόδοισιν Theocr.; θυμός Plut.)
6) неутомимый(ἐν πόνοις Anacr.)
-
7 ἀτειρής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀτειρής
-
8 ἀτειρής
ἀ-τειρής, nicht aufzureiben, unverwüstlich, fest; von Kämpfern; unbezwinglich; lieblos, hart
См. также в других словарях:
πολυτειρής — (I) ές, Α 1. αυτός που απαιτεί ή προξενεί πολύ κόπο, κοπιαστικός, κοπιώδης 2. (με παθ. σημ.) αυτός που υφίσταται πολλά βάσανα, που υποφέρει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τειρής (< τείρω «ταλαιπωρώ, βασανίζω, εξαντλώ»)]. (II) ές, Α αυτός που… … Dictionary of Greek
ποικιλοτειρής — ές, Α (για τον ουράνιο θόλο) ο στολισμένος με αστέρια («πόλον ποικιλοτειρῆ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + τειρής (< τείρεα, πληθ. τού τέρας), πρβλ. πολυ τειρής (II)] … Dictionary of Greek