Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀ-τέραμνος

См. также в других словарях:

  • τέραμνον — (I) και τέρεμνον, τὸ, Α (κυρίως στον Ευρ. και μόνον στον πληθ.) τὰ τέραμνα και τέρεμνα οικήματα, οίκοι· [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μια άποψη, ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Κατ άλλη όμως άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»