Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀ-συμμετρία

См. также в других словарях:

  • συμμετρία — συμμετρίᾱ , συμμετρία commensurability fem nom/voc/acc dual συμμετρίᾱ , συμμετρία commensurability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμετρία — Έστω ένα επίπεδο Ε και ένα σημείο του Ο. Ορίζεται τότε μια απεικόνιση ένα με ένα του Ε πάνω στον εαυτό του (ένας «μετασχηματισμός» του Ε) ως εξής: σε κάθε σημείο Ρ του Ε παίρνουμε ως εικόνα του το (μοναδικό) σημείο P’ του Ε με την ιδιότητα: OP =… …   Dictionary of Greek

  • συμμετρίᾳ — συμμετρίαι , συμμετρία commensurability fem nom/voc pl συμμετρίᾱͅ , συμμετρία commensurability fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμετρία — η αρμονία, ορθή αναλογία: Κατάπληξη προκαλεί η συμμετρία όλων των μερών του Παρθενώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμετριάσας — συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω pres part act fem acc pl (doric) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω pres part act fem gen sg (doric) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάζω to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμετρίας — συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem acc pl συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμετρίας — συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem acc pl συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμετρίαι — συμμετρία commensurability fem nom/voc pl συμμετρίᾱͅ , συμμετρία commensurability fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμετρίαν — συμμετρίᾱν , συμμετρία commensurability fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμετρίαν — συμμετρίᾱν , συμμετρία commensurability fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμετριῶν — συμμετρία commensurability fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»