-
1 simetri
συμμετρία -
2 tenasüp
συμμετρία, αρμονία -
3 symétrie
συμμετρία -
4 souměrnost
συμμετρία -
5 symmetry
συμμετρία -
6 symetria
συμμετρία -
7 пропорциональность
-и θ.αναλογία, -ικό-τητα, συμμετρία• αντιστοιχία•пропорциональность частей συμμετρία, των μερών•
пропорциональность телосложения συμμετρία της σωματικής διάπλασης.
-
8 симметричность
η συμμετρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > симметричность
-
9 симметрия
η συμμετρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > симметрия
-
10 пропорция
пропорц||ияж1. ἡ ἀναλογία, ἡ συμμετρία:соблюдать \пропорцияию τηρώ τίς ἀναλογίες·2. мат ἡ ἀναλογία:арифметическая (геометрическая) \пропорция ἡ ἀριθμητική (γεωμετρική) ἀναλογία. -
11 симметричныйия
симметричный||и́яж ἡ συμμετρία -
12 symmetry
['simitri](the state in which two parts, on either side of a dividing line, are equal in size, shape and position.) συμμετρία- symmetrically -
13 пропорция
[πραπόρτσυγια] ουσ. θ. αναλογία, συμμετρία -
14 симметрия
[σιμμιέτριγια] ουσ. θ. συμμετρία -
15 соизмеримость
[σαιζμιρίμαστ'/] ουσ. θ. συμμετρία -
16 пропорция
[πραπόρτσυγια] ουσ θ αναλογία, συμμετρία -
17 симметрия
[σιμμιέτριγια] ουσ θ συμμετρία -
18 συγκαλώ
[σαιζμιρίμαστ'] ουσ θ συμμετρία -
19 соизмеримость
[σαιζμιρίμαστ'] ουσ θ συμμετρία -
20 пропорция
-и θ.1. αναλογία, συμμετρία, αντιστοιχία.2. (μαθ.) αναλογία•арифметическая пропорция αριθμητική αναλογία•
геометрическая -γεωμετρική αναλογία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συμμετρία — συμμετρίᾱ , συμμετρία commensurability fem nom/voc/acc dual συμμετρίᾱ , συμμετρία commensurability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετρία — Έστω ένα επίπεδο Ε και ένα σημείο του Ο. Ορίζεται τότε μια απεικόνιση ένα με ένα του Ε πάνω στον εαυτό του (ένας «μετασχηματισμός» του Ε) ως εξής: σε κάθε σημείο Ρ του Ε παίρνουμε ως εικόνα του το (μοναδικό) σημείο P’ του Ε με την ιδιότητα: OP =… … Dictionary of Greek
συμμετρίᾳ — συμμετρίαι , συμμετρία commensurability fem nom/voc pl συμμετρίᾱͅ , συμμετρία commensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετρία — η αρμονία, ορθή αναλογία: Κατάπληξη προκαλεί η συμμετρία όλων των μερών του Παρθενώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμετριάσας — συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω pres part act fem acc pl (doric) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω pres part act fem gen sg (doric) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) συμμετριά̱σᾱς , σύν μετριάζω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμετρίας — συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem acc pl συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετρίας — συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem acc pl συμμετρίᾱς , συμμετρία commensurability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετρίαι — συμμετρία commensurability fem nom/voc pl συμμετρίᾱͅ , συμμετρία commensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμετρίαν — συμμετρίᾱν , συμμετρία commensurability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετρίαν — συμμετρίᾱν , συμμετρία commensurability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμετριῶν — συμμετρία commensurability fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)