Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀσυμμετρία

См. также в других словарях:

  • ἀσυμμετρία — ἀσυμμετρίᾱ , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc/acc dual ἀσυμμετρίᾱ , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυμμετρίᾳ — ἀσυμμετρίαι , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc pl ἀσυμμετρίᾱͅ , ἀσυμμετρία incommensurability fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυμμετρία — η (AM ἀσυμμετρία) η έλλειψη συμμετρίας, η δυσαναλογία αρχ. η ακαιρία, το να είναι κάτι παράκαιρο …   Dictionary of Greek

  • ασυμμετρία — η δυσαναλογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυμμετρία, ανατολική-δυτική — Όρος της πυρηνικής φυσικής. Η διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στην ένταση της κοσμικής ακτινοβολίας ανατολικά και δυτικά από τον γεωμαγνητικό μεσημβρινό. Το φαινόμενο της ανακαλύφθηκε το 1933, κατά τη διάρκεια τριών ξεχωριστών πειραμάτων: ο… …   Dictionary of Greek

  • ἀσυμμετρίας — ἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρία incommensurability fem acc pl ἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρία incommensurability fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυμμετρίαι — ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc pl ἀσυμμετρίᾱͅ , ἀσυμμετρία incommensurability fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυμμετρίαν — ἀσυμμετρίᾱν , ἀσυμμετρία incommensurability fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυμμετριῶν — ἀσυμμετρία incommensurability fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»