-
1 ασυμμετρία
ἀσυμμετρίᾱ, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem nom /voc /acc dualἀσυμμετρίᾱ, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀσυμμετρίαι, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem nom /voc plἀσυμμετρίᾱͅ, ἀσυμμετρίαincommensurability: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ασυμμετρια
ἥ1) несоразмерность(τοῦ ποσοῦ Arst.)
2) несообразность, беспорядочность(τῶν πράξεων Plat.)
3) несоизмеримость(τῆς διαμέτρου Arst.)
-
3 ἀσυμμετρία
Βλ. λ. ασυμμετρία -
4 ἀσυμμετρίᾳ
Βλ. λ. ασυμμετρία -
5 ασυμμετρία
η несоразмерность, асимметрия -
6 ασυμμετρία
[асиммэтриа] οοσ. в. несоразмерность, асимметрияΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασυμμετρία
-
7 ασυμμετρία
[асиммэтриа] ουσ в. несоразмерность, асимметрия. -
8 ἀσυμμετρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσυμμετρία
-
9 ἀσυμμετρία
ἀ-συμ-μετρία, Mangel an Ebenmaß; Inkommensurabilität -
10 ασυμμετρία
asymétrie -
11 ασυμμετρία
asymetria (f) rzecz. -
12 ασυμμετρία
1) asymetrie2) nesouměrnost -
13 ασυμμετρία
asymmetryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασυμμετρία
-
14 asimetri
ασυμμετρία -
15 asimetriklik
ασυμμετρία -
16 asymétrie
ασυμμετρία -
17 asymetrie
ασυμμετρία -
18 nesouměrnost
ασυμμετρία -
19 asymmetry
ασυμμετρία -
20 asymetria
ασυμμετρία
См. также в других словарях:
ἀσυμμετρία — ἀσυμμετρίᾱ , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc/acc dual ἀσυμμετρίᾱ , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετρίᾳ — ἀσυμμετρίαι , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc pl ἀσυμμετρίᾱͅ , ἀσυμμετρία incommensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυμμετρία — η (AM ἀσυμμετρία) η έλλειψη συμμετρίας, η δυσαναλογία αρχ. η ακαιρία, το να είναι κάτι παράκαιρο … Dictionary of Greek
ασυμμετρία — η δυσαναλογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυμμετρία, ανατολική-δυτική — Όρος της πυρηνικής φυσικής. Η διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στην ένταση της κοσμικής ακτινοβολίας ανατολικά και δυτικά από τον γεωμαγνητικό μεσημβρινό. Το φαινόμενο της ανακαλύφθηκε το 1933, κατά τη διάρκεια τριών ξεχωριστών πειραμάτων: ο… … Dictionary of Greek
ἀσυμμετρίας — ἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρία incommensurability fem acc pl ἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρία incommensurability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετρίαι — ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc pl ἀσυμμετρίᾱͅ , ἀσυμμετρία incommensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετρίαν — ἀσυμμετρίᾱν , ἀσυμμετρία incommensurability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετριῶν — ἀσυμμετρία incommensurability fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek