Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀ-σθένεια

См. также в других словарях:

  • σθένεια — a trial of strength neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σθένεια — ἡ, Α [σθένος] (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) σθεναρή, ισχυρή …   Dictionary of Greek

  • σθένεια — τὰ, Α [σθένος] αγώνισμα, δοκιμασία δύναμης στο Άργος …   Dictionary of Greek

  • σθενείων — σθένεια a trial of strength neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσθένεια — ἡ, Α ενωμένη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σθένεια (< σθενής < σθένος), πρβλ. α σθένεια] …   Dictionary of Greek

  • σθενιάς — άδος, ἡ, Α η Σθένεια*. η Αθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + επίθημα ι άς, ι άδος (πρβλ. πολ ι άς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»