-
1 πυρωτος
-
2 πυρωτός
πυρωτός, feurig; καὶ λαμπρός, Plut. de Pyth. or. 21; τευϑὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνϑράκων ῥαπίσμασιν, Antiphan. bei Ath. XIV, 623 b.
-
3 πυρωτός
πυρωτόςfiery: masc nom sg -
4 πυρωτός
-
5 πυρωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρωτός
-
6 εὐ-πύρωτος
εὐ-πύρωτος, leicht zu entzünden, Theophr.
-
7 εὐ-εκ-πύρωτος
εὐ-εκ-πύρωτος, leicht zu erhitzen, Strab. XII, 579.
-
8 ἀ-πύρωτος
ἀ-πύρωτος, Hom. Iliad. 23, 270 ἀμφίϑετον φιάλην ἀπύρωτον, die noch nicht in's Feuer gekommen ist, oder die zum Gebrauche im Feuer gar nicht bestimmt ist, vgl. Athen. 11, 501 b u. s. ἄπυρος.
-
9 ἡμι-πύρωτος
ἡμι-πύρωτος, halb verbrannt, λείψανα, Crinag. 73 (VII, 401).
-
10 πυρωτόν
πυρωτόςfiery: masc acc sgπυρωτόςfiery: neut nom /voc /acc sg -
11 πυρωτούς
πυρωτόςfiery: masc acc pl -
12 πυρωτά
πυρωτά̱, πυρωτήςone who works with fire: masc nom /voc /acc dualπυρωτήςone who works with fire: masc voc sgπυρωτήςone who works with fire: masc nom sg (epic)πυρωτόςfiery: neut nom /voc /acc plπυρωτά̱, πυρωτόςfiery: fem nom /voc /acc dualπυρωτά̱, πυρωτόςfiery: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 απυρωτος
21) не бывший на огне, т.е. не бывший в употреблении(φιάλη Hom.)
2) неосвещенный, темный(τὸ τῆς σελήνης μέρος Plut.)
-
14 ημιπυρωτος
-
15 πυρωτοίς
-
16 πυρωτοῖς
-
17 εὐεκπύρωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεκπύρωτος
-
18 ἀνεκπύρωτος
A not set on fire, Olymp.in Mete.12.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεκπύρωτος
-
19 ἡμιπύρωτος
A half-burnt, AP7.401.5 (Crin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιπύρωτος
-
20 ἀπύρωτος
ἀ - πύρωτος = ἄπυρος (i. e. brand new), φιάλη, Il. 23.270.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπύρωτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πυρωτός — fiery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτός — ή, όν, Α [πυρῶ, όω] 1. διάπυρος, φλογερός 2. προσωνυμία τού πλανήτη Άρη … Dictionary of Greek
πυρωτόν — πυρωτός fiery masc acc sg πυρωτός fiery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτοῖς — πυρωτός fiery masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρωτούς — πυρωτός fiery masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπύρωτος — ἡμιπύρωτος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ πύρωτος, α πύρωτος] … Dictionary of Greek
πυρωτά — πυρωτά̱ , πυρωτής one who works with fire masc nom/voc/acc dual πυρωτής one who works with fire masc voc sg πυρωτής one who works with fire masc nom sg (epic) πυρωτός fiery neut nom/voc/acc pl πυρωτά̱ , πυρωτός fiery fem nom/voc/acc dual πυρωτά̱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεκπύρωτος — εὐεκπύρωτος, ον (ΑΜ) αυτός που θερμαίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ πυρωτός (< εκ πυρώ)] … Dictionary of Greek
ευπύρωτος — εὐπύρωτος, ον (Α) εύκαυστος («πεύκη... εὐπύρωτος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρωτός] … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek