-
1 ἡμι-πύρωτος
ἡμι-πύρωτος, halb verbrannt, λείψανα, Crinag. 73 (VII, 401).
-
2 ἡμιπύρωτος
A half-burnt, AP7.401.5 (Crin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιπύρωτος
-
3 ἡμιπύρωτος
-
4 ημιπυρωτος
См. также в других словарях:
ημιπύρωτος — ἡμιπύρωτος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ πύρωτος, α πύρωτος] … Dictionary of Greek