-
1 περιληπτος
-
2 απεριληπτος
21) неограниченный(ἐξουσία Plut.)
2) беспредельный Epicur. ap. Diog.L.3) непостижимый(ἄλογος καὴ ἀ. Plut.)
-
3 δυσπεριληπτος
21) который трудно охватить или окружить(πόλις τοῖς ἐναντίοις δ. Arst.)
2) с трудом исторгнутый(φιλήματα Anth.)
3) затруднительный, трудный(ἥ τῶν πράξεων ἀνάληψις Diod.)
-
4 ευπεριληπτος
См. также в других словарях:
περιληπτός — embraced masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιληπτός — ή, όν, Α [περιλαμβάνω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να κατανοηθεί, καταληπτός («τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν», Πλάτ,) 2. (με δοτ.) αυτός που περιλαμβάνεται, που περιέχεται κάπου («παραισθήσει... περιληπτήν αἴσθησιν», Φιλόδ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek
περιληπτά — περιληπτός embraced neut nom/voc/acc pl περιληπτά̱ , περιληπτός embraced fem nom/voc/acc dual περιληπτά̱ , περιληπτός embraced fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιληπτῶν — περιληπτός embraced fem gen pl περιληπτός embraced masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιληπτόν — περιληπτός embraced masc acc sg περιληπτός embraced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιληπταῖς — περιληπτός embraced fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιληπταί — περιληπτός embraced fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιληπτοῖς — περιληπτός embraced masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιληπτοί — περιληπτός embraced masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιληπτοῦ — περιληπτός embraced masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιληπτή — περιληπτός embraced fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)