-
1 δυσπεριληπτος
21) который трудно охватить или окружить(πόλις τοῖς ἐναντίοις δ. Arst.)
2) с трудом исторгнутый(φιλήματα Anth.)
3) затруднительный, трудный(ἥ τῶν πράξεων ἀνάληψις Diod.)
См. также в других словарях:
δυσπερίληπτος — hard to encompass masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπερίληπτος — η, ο (Α δυσπερίληπτος, ον) νεοελλ. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συγκεφαλαιώσει αρχ. 1. αυτός που δύσκολα κυκλώνεται 2. αυτός που δύσκολα μπορεί να περιληφθεί με το βλέμμα («ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι… … Dictionary of Greek
δυσπερίληπτον — δυσπερίληπτος hard to encompass masc/fem acc sg δυσπερίληπτος hard to encompass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπεριλήπτου — δυσπερίληπτος hard to encompass masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπερίληπτα — δυσπερίληπτος hard to encompass neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπερίληπτοι — δυσπερίληπτος hard to encompass masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)