-
1 απαρθενευτος
См. также в других словарях:
πολυπαρθένευτος — ἡ, Α αυτή που έμεινε παρθένος επί πολλά χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παρθενεύω «είμαι παρθένος» (πρβλ. α παρθένευτος)] … Dictionary of Greek
1 απαρθενευτος
πολυπαρθένευτος — ἡ, Α αυτή που έμεινε παρθένος επί πολλά χρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παρθενεύω «είμαι παρθένος» (πρβλ. α παρθένευτος)] … Dictionary of Greek